Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Η «ανοχή» του Σωκράτη

Πλάτωνας, Γοργίας (απόσπασμα)


τούτων δὲ οὕτως ἐχόντων σκεψώμεθα τί ποτ' ἐστὶν ἃ σὺ ἐμοὶ ὀνειδίζεις, ἆρα καλῶς λέγεται ἢ οὔ, ὡς ἄρα ἐγὼ οὐχ οἷός τ' εἰμὶ βοηθῆσαι οὔτε ἐμαυτῷ οὔτε τῶν φίλων οὐδενὶ οὐδὲ τῶν οἰκείων, οὐδ' ἐκσῶσαι ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων, εἰμὶ δὲ ἐπὶ τῷ βουλομένῳ ὥσπερ οἱ ἄτιμοι τοῦ ἐθέλοντος, [508d] ἄντε τύπτειν βούληται, τὸ νεανικὸν δὴ τοῦτο τὸ τοῦ σοῦ λόγου, ἐπὶ κόρρης, ἐάντε χρήματα ἀφαιρεῖσθαι, ἐάντε ἐκβάλλειν ἐκ τῆς πόλεως, ἐάντε, τὸ ἔσχατον, ἀποκτεῖναι: καὶ οὕτω διακεῖσθαι πάντων δὴ αἴσχιστόν ἐστιν, ὡς ὁ σὸς λόγος. ὁ δὲ δὴ ἐμὸς ὅστις * , πολλάκις μὲν ἤδη εἴρηται, οὐδὲν δὲ κωλύει καὶ ἔτι λέγεσθαι: οὔ φημι, ὦ Καλλίκλεις, τὸ τύπτεσθαι ἐπὶ κόρρης ἀδίκως αἴσχιστον εἶναι, οὐδέ γε τὸ τέμνεσθαι [508e] οὔτε τὸ σῶμα τὸ ἐμὸν οὔτε τὸ βαλλάντιον, ἀλλὰ τὸ τύπτειν καὶ ἐμὲ καὶ τὰ ἐμὰ ἀδίκως καὶ τέμνειν καὶ αἴσχιον καὶ κάκιον, καὶ κλέπτειν γε ἅμα καὶ ἀνδραποδίζεσθαι καὶ τοιχωρυχεῖν καὶ συλλήβδην ὁτιοῦν ἀδικεῖν καὶ ἐμὲ καὶ τὰ ἐμὰ τῷ ἀδικοῦντι καὶ κάκιον καὶ αἴσχιον εἶναι ἢ ἐμοὶ τῷ ἀδικουμένῳ.



Επειδή αυτά έτσι έχουν, ας εξετάσουμε τι τέλος πάντων κατηγορίες μου απευθύνεις, δηλαδή λέγεται σωστά ή όχι, ότι τάχα εγώ δεν είμαι ικανός να βοηθήσω ούτε τον εαυτό μου ούτε κανέναν από τους φίλους μου ούτε από τους συγγενείς μου, ούτε να τους σώσω από τους μεγαλύτερους κινδύνους, αλλά είμαι στη διάθεση όποιου θέλει, είτε θέλει να με χτυπάει στον κρόταφο, όπως λέει αυτή η καινούρια σου κουβέντα, είτε να μου αφαιρεί χρήματα, είτε να με διώχνει από την πόλη, είτε, το χειρότερο, να με σκοτώσει' και το να ζει κανείς έτσι είναι βέβαια το χειρότερο πράγμα από όλα, όπως λες εσύ' εγώ όμως λέω αυτό που πολλές φορές ήδη έχω πει και τίποτε δε με εμποδίζει να το πω και τώρα: αρνούμαι, Καλλικλή, ότι το να με χτυπούν στον κρόταφο άδικα είναι το χειρότερο πράγμα για μένα, όπως και το να με τραυματίζουν ή να με ληστεύουν, αλλά το να με χτυπούν εμένα και τους δικούς μου άδικα και να με τραυματίζουν, είναι χειρότερο και απαισιότερο, όπως και το να με κλέβουν βέβαια και να με υποδηλώνουν και να κάνουν διάρρηξη στο σπίτι μου και γενικά να διαπράττουν οποιαδήποτε αδικία εις βάρος μου και των δικών μου (αυτά) είναι χειρότερα και απαισιότερα για αυτόν που τα διαπράττει παρά για μένα που αδικούμαι.



*Αυτό που οι άλλοι θεωρούν ντροπιαστικό, για τον Σωκράτη είναι λιγότερο αισχρό από το άλλο. Δηλαδή, το να αδικείς είναι πολύ χειρότερο από το να αδικείσαι.



Πανουτσακοπούλου Ειρήνη
Facebook Page



Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Κορνήλιος Νέπως - Μιλτιάδης

Cornelius Nepos 
Miltiades
(1.1-1.6)
Miltiades, Cimonis filius, Atheniensis, cum et antiquitate generis et gloria maiorum et sua modestia unus omnium maxime floreret eaque esset aetate, ut non iam solum de eo bene sperare, sed etiam confidere cives possent sui talem eum futurum, qualem cognitum iudicarunt, accidit, ut Athenienses Chersonesum colonos vellent mittere. 2 Cuius generis cum magnus numerus esset et multi eius demigrationis peterent societatem, ex his delecti Delphos deliberatum missi sunt, [qui consulerent Apollinem,] quo potissimum duce uterentur. Namque tum Thraeces eas regiones tenebant, cum quibus armis erat dimicandum. 3 His consulentibus nominatim Pythia praecepit, ut Miltiadem imperatorem sibi sumerent: id si fecissent, incepta prospera futura. 4 Hoc oraculi responso Miltiades cum delecta manu classe Chersonesum profectus cum accessisset Lemnum et incolas eius insulae sub potestatem redigere vellet Atheniensium, 5 idque Lemnii sua sponte facerent, postulasset, illi irridentes responderunt tum id se facturos, cum ille domo navibus proficiscens vento aquilone venisset Lemnum. Hic enim ventus ab septentrionibus oriens adversum tenet Athenis proficiscentibus. 6 Miltiades morandi tempus non habens cursum direxit, e quo tendebat, pervenitque Chersonesum.

Ο Μιλτιάδης, ο γιος του Κίμωνα, ο Αθηναίος, όταν χάρη στην παλιά του γενιά και χάρη στη δόξα των προγόνων του και στη δική του σύνεση, πάνω από όλους είχε την καλύτερη φήμη και βρισκόταν σε αυτή την ηλικία, ώστε να τον εμπιστεύονται ότι θα γίνει τέτοιος που τον έκριναν αφού τον δοκίμασαν, συνέβη ώστε οι Αθηναίοι να θέλουν να στείλουν αποίκους προς τη Χερσόνησο. 2. Επειδή ήταν μεγάλος ο αριθμός τους και πολλοί ζητούσαν να συμμετάσχουν σε αυτή την αποικία, από αυτούς που ήταν επιλεγμένοι και στάλθηκαν για ερώτηση προς το Μαντείο των Δελφών [για να συμβουλευτούν τον Απόλλωνα], ποιον αρχηγό να έχουν. Γιατί οι Θράκες τότε κατείχαν αυτές τις περιοχές, εναντίον των οποίων έπρεπε να αγωνιστούν με όπλα. 3. Σε αυτούς που ζητούσαν χρησμό ονομαστικά η Πυθία χρησμοδότησε να εκλέξουν για αυτούς τον Μιλτιάδη ως στρατηγό: (έλεγε) ότι οι επιχειρήσεις επρόκειτο να είναι επιτυχείς, αν το έκαναν. 4. Αφού δόθηκε αυτός ο χρησμός από το Μαντείο, ο Μιλτιάδης με εκλεκτή ναυτική δύναμη αφού πορεύθηκε προς τη Χερσόνησο, όταν προσέγγισε τη Λήμνο και τους κατοίκους αυτού του νησιού κάτω από την εξουσία των Αθηναίων, 5. θέλησε να επαναφέρει και ζήτησε να το πραγματοποιήσουν με δική τους θέληση οι Λήμνιοι, εκείνοι κοροϊδεύοντας απάντησαν τότε, ότι αυτό πρόκειται να το κάνουν, όταν εκείνος από την πατρίδα, πορευόμενος με την συνοδεία πλοίων με βόρειο άνεμο θα έφθανε στη Λήμνο. Γιατί αυτός ο άνεμος, πνέοντας από το βορρά, (είναι) αντίθετος σε όσους πορεύονται από την Αθήνα. 6. Ο Μιλτιάδης χωρίς να έχει χρόνο για καθυστέρηση κατηύθυνε την πορεία (των πλοίων), όπου πορευόταν (στον προορισμό της), και έφθασε στη Χερσόνησο.


Το απόσπασμα εξιστορεί την εκστρατεία του Μιλτιάδη στη Χερσόνησο της Θράκης, η οποία συνέβη κατά την αρχή της οικοδόμησης της αθηναϊκής ηγεμονίας. Ο Μιλτιάδης συναντήθηκε και με τους Λημνίους, οι οποίοι τον αντιμετώπισαν ειρωνικά και για αυτό ο στρατηγός κατευθύνθηκε άμεσα στη Χερσόνησο, τον αντικειμενικό στόχο της εκστρατείας του.



Επιμέλεια/Μετάφραση κειμένου: Πανουτσακοπούλου Ειρήνη
Facebook Page




Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Εγκέλαδος - Ο αρχηγός των Γιγάντων



      Γιος του Ταρτάρου και της Γης, ο Εγκέλαδος (έγκειμαι + λας = ο εγκατεστημένος στα πετρώματα) ήταν ο αρχηγός των Γιγάντων κατά τη διάρκεια της Γιγαντομαχίας.

   Ο Εγκέλαδος, όπως και οι υπόλοιποι Γίγαντες γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού, που έσταξε πάνω στη Γη, όταν ο πρώτος ακρωτηριάστηκε από το γιο του Κρόνο. 
   Η γέννηση τους, η εξωτερική τους εμφάνιση καθώς και η Γιγαντομαχία, η σύγκρουση δηλαδή των Γιγάντων με τους Θεούς, μας παραδίδεται από τον Απολλόδωρο στο έργο του «Περί Θεῶν»:

[…] η Γη, αγανακτισμένη για την τύχη των Τιτάνων [ο Δίας τους είχε ρίξει στον Τάρταρο], γέννησε από τον Ουρανό τους Γίγαντες, τεράστιους και ανίκητους, φοβερούς στην όψη, με πυκνά, πλούσια και μακριά μαλλιά και γένια και με λέπια φιδιού στα πόδια. Μερικοί λένε ότι γεννήθηκαν στις Φλέγρες, άλλοι πάλι στην Παλλήνη. Αυτοί εξακόντιζαν στον ουρανό πέτρες και φλεγόμενες δρυς. Απ’ όλους τους διέφερε ο Πορφυρίωνας και ο Αλκυονέας, που παρέμενε αθάνατος, όσο πολεμούσε στη γη που γεννήθηκε. Αυτός έδιωξε και τις αγελάδες του Ήλιου από την Ερύθεια. Στους θεούς δόθηκε σαφής χρησμός ότι κανένας τους δεν θα μπορούσε να σκοτώσει τους Γίγαντες, και ότι θα μπορούσαν να τους εξοντώσουν αν κάποιος θνητός συμμαχούσε μαζί τους. Όταν το πληροφορήθηκε η Γη, αναζήτησε ένα βοτάνι, για να μη σταθεί δυνατό να εξολοθρευτούν από κανένα θνητό. Αλλά ο Δίας απαγόρευσε στην Ηώ, στη Σελήνη και στον Ήλιο να φέγγουν και πρόλαβε αυτός και έκοψε το βοτάνι· με τη μεσολάβηση μάλιστα της Αθηνάς εξασφάλισε για σύμμαχο τον Ηρακλή. Και εκείνος σημάδεψε με το τόξο του πρώτα τον Αλκυονέα· αλλά πέφτοντας αυτός στη γη, ξανάβρισκε τις δυνάμεις του· με τη συμβουλή όμως της Αθηνάς ο Ηρακλής τον τράβηξε έξω από την Παλλήνη. Και εκείνος λοιπόν με αυτόν τον τρόπο πέθανε. Ο Πορφυρίωνας πάλι, την ώρα της μάχης με τον Ηρακλή, όρμησε και στην Ήρα. Γιατί ο Δίας του ξύπνησε πόθο ερωτικό για τη θεά, η οποία, καθώς αυτός τις ξέσκιζε τα πέπλα θέλοντας να τη βιάσει, έβαλε τις φωνές καλώντας σε βοήθεια· και καθώς ο Δίας τον κατακεραύνωσε, ο Ηρακλής τον σκότωσε με το τόξο του. Όσο για τους υπόλοιπους, ο Απόλλωνας χτύπησε με τα βέλη του το αριστερό μάτι του Εφιάλτη και ο Ηρακλής το δεξιό· τον Εύρυτο τον σκότωσε ο Διόνυσος με τον θύρσο, τον  Κλυτίο η Εκάτη με δαυλούς, τον Μίμαντα ο Ήφαιστος που τον χτύπησε με πυρακτωμένο σίδερο. Η Αθηνά με τη σειρά της, καθώς ο Εγκέλαδος το έσκαγε, έριξε επάνω του το νησί της Σικελίας, ύστερα έγδαρε τον Πάλλαντα και με το δέρμα του προστάτευε το σώμα της την ώρα της μάχης. Ο Πολυβώτης, κυνηγημένος μεσοπέλαγα από τον Ποσειδώνα, φθάνει στην Κω· και ο Ποσειδώνας έκοψε ένα κομμάτι του νησιού, που ονομαζόταν Νίσυρος, και το έριξε επάνω του. Ο Ερμής, φορώντας στην μάχη τη δερμάτινη περικεφαλαία του Άδη, σκότωσε τον Ιππόλυτο, η Άρτεμη τον +Γρατίωνα+, οι Μοίρες πολεμώντας με χάλκινα ρόπαλα, σκότωσαν τον Άγριο και τον Θόωνα, τους υπόλοιπους τους χτύπησε ο Δίας με κεραυνούς και τους εξόντωσε· και σε όλους εξαπέλυε τα βέλη του ο Ηρακλής και τους αποτελείωνε. 

(Απολλόδωρος 1.7.1.)


   Κύριος αντίπαλος του Γίγαντα Εγκέλαδου ήταν η θεά Αθηνά. Μόλις ο Εγκέλαδος είδε τη φρικτή δολοφονία του γίγαντα Πάλλαντα από τη θεά, προσπάθησε να διαφύγει. Τότε, εκείνη «άρπαξε» την Σικελία (ή το βουνό Αίτνα) και την πέταξε πάνω στον Εγκέλαδο καταπλακώνοντας και σκοτώνοντάς τον. 
Από τότε οι αρχαίοι Έλληνες εξηγούσαν τις εκρήξεις της Αίτνας και τους σεισμούς, ως βογκητά πόνου του Εγκέλαδου. 

  Ο Παυσανίας μας παραδίδει διαφορετικά το θάνατο του Εγκέλαδου, με την Αθηνά να ρίχνει το άρμα με τα τέσσερα άλογα πάνω στον γίγαντα. Αυτή η εκδοχή της ιστορίας είχε ιδιαίτερη απήχηση στους καλλιτέχνες, οι οποίοι απεικόνισαν την σκηνή σε αγγεία και σε ναούς. 



Η θεά Αθηνά και ο Γίγαντας (πιθανώς ο Εγκέλαδος) 
Μελανόμορφος αμφορέας, 550-500 π.Χ.



Επιμέλεια/Σύνταξη κειμένου: Πανουτσακοπούλου Ειρήνη
Facebook Page