Α
Γ
γέλωτα παρέχει ( κάνει τους άλλους να γελάσουν)
Δ
- α! (επιφώνημα) : ἆ, ἄ, ὦ. Παραδείγματα : ὦ τῆς γηθοσύνης, ἆ του κάλλους , ἆ δελοί
- αβγό: ᾠόν
- αγαθός: ἀγαθός, ἐσθλός, ἐνάρετος, χρηστός
- αγάπη: ἀγάπη, εὐμένια, ἔρως, πόθος
- αγγέλω: ἀγγέλω, κηρύττω, λέγω, ἀπαγγέλλω, ανακηρύττω
- αγγούρι: σίκυς
- αγελάδα: δάμαλις, ἀγελάς
- αγεωμέτρητος: ἀγεωμέτρητος. ( στην είσοδο της Ακαδημίας του Πλάτωνα υπήρχει η επιγραφή: μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσιτω)
- αγιατρευτος: ἀνήκεστος, ἀθεράπευτος
- αγκινάρα: κινάρα
- αγνοώ: ἀγνοώ, οὐ γιγνώσκω, οὐκ οἶδα , λανθάνει μέ τι
- αγόρι: παῖς, μειράκιον, κόρος
- αδάπανος: ἀδάπανος, ό μή ἀναλίσκων
- άδεια: ἄδεια, ἄφεσις, συγχώρησις, συναίνεσις
- αδειάζω: κενῶ, κουφίζω, ἀπαλλάσσω, ἐξαντλῶ
- αδελφικά: ἀδελφικῶς, οἰκείως
- αδελφός: ἀδελφός, ὁμαίμων, σύγγονος, κασίγνητος (ποιητ.)
- αδημονώ: ἀδημονῶ, θορυβοῦμαι, ἀγωνιῶ περί τινος
- αδιάβατος: άδιάβατος, άβατος, ἀπέρατος
- αδιαθετώ: ἀσθενῶ, ἀρρωστῶ, κακῶς ἔχω
- αδιάκοπα: άδιαλείπτως, διηνεκῶς, συνεχῶς
- αδιάντροπα: ἀναιδῶς, άναισχύντως, ἀσελγῶς
- αδιαφόρετα: ἀλυσιτελῶς, ἀνωφελῶς
- αδιαφορία: ἀδιαφορία, ἀκηδία, ἀμέλεια
- αδιαφορώ: ἀδιαφορῶ, ὀλιγορῶ, ἀμελῶ
- άδικα: μάτην, ἀδίκως, παρὰ δίκην
- αδίκημα: ἀδίκημα, άνόμημα
- αδικία: ἀδικία, ἀδικοπραγία, άνομία, παρανομία
- αδολεσχία: ἀδολεσχία, φλυαρία, πολυλογία, στωμυλία
- άδολος: ἄδολος, ἀψευδής, ἄπλαστος
- άδοξος: ἄδοξος, ἄσημος
- αδύναμος: ἀδύναμος, μαλακός (για χαρακτήρα), λεπτός, ἰσχνός (για σωματική διάπλαση), ἀδρανής (για σωματική και πνευματική δραστηριότητα), ἄρρωστος, ἀσθενής (για σωματική κατάσταση)
- αζήλευτος: άζήλωτος, ἄζηλος, ἀνεπίφθονος, ἀβάσκαντος
- αζήμιος: ἀζήμιος, άβλαβής, σῶος
- αήθης: ἀήθης, ἀσυνήθης, καινός, θαυμαστός, ἄτοπος
- αθάνατος: ἀθάνατος, ἀτελεύτητος, ἀνώλεθρος, ἀείμνηστος
- αθέατος: ἀθέατος, ἀόρατος,ἂδηλος, ἀφανής
- αθέλητος: ἀθέλητος, ἂκων, ἀκούσιος, ἀναγκαῑος
- άθεος: ἂθεος, ἀρνησίθεος, ἀσεβής, ἀνόσιος
- αθεράπευτος: ἀθεράπευτος, ἀνήκεστος, ἀβοήθητος
- αθέτηση: ἀθέτησις, ἀκύρωσις, ἀναίρεσις, κατάλυσις
- αθετώ: ἀθετῶ, ἂκυρον ποιῶ, ἀκυρῶ, ἀναιρῶ
- άθλος: ἆθλος, ἀρίστευμα, ἀνδραγάθημα, ἀγώνισμα, ἁμίλλημα
- αθόρυβος: ἀθόρυβος, ἣσυχος, ἢπιος, πρᾶος
- αθρήνητος: ἀθρήνητος, ἂκλαυστος, ἀνοίμωκτος, ἀδάκρυτος
- αθροίζω: ἀθροίζω, ἀγείρω, σωρεύω, συνάγω, συλλέγω
- αθρόος: ἀθρόος, ἀγελαῖος, συχνός, ἂφθονος, δαψιλής
- αθυμία: ἀθυμία, ἀνία, βαρυθυμία, κατήφεια
- αθυμώ: ἀθυμῶ, ἀνιῶ, ἀθύμως ἒχω, δυσκόλως ἒχω
- αθώος: ἀθῷος, ἀνέγκλητος, ἀναίτιος, ἀνεύθυνος, ἀναμάρτητος, ἀνυπαίτιος
- αθωώνω: ἀθῳῶ τινά τινος, ἀφίημι (ἀπαλλάσσω, ἀπολύω) τινά τῆς αἰτίας
- αιδημοσύνη: αἰδημοσύνη, αἰδώς, αἰσχυντλία, εὐλάβεια
- αϊδιος: ἀίδιος, αἰώνιος, ἀδιάλειπτος, συνεχής
- αιδούμαι: αἰδοῦμαι τινα (τι), αἰσχύνομαι τινα (τι)
- αιδώς: αἰδώς, αἰσχύνη, δυσωπία, ἁγνεία, ἁγνότης
- αιματηρός: αἱματηρός, αἰματόεις, αἱματώδης, ᾑμαγμένος,
- αίνος: αἶνος, ἒπαινος, εὐλογία
- αινώ: αἰνῶ, ἐπαινῶ, παραινῶ
- αίρω: αἲρω, βαστάζω, ἐπαίρω, ἀνέχω, ὑπολαμβάνω, ἀφαιρῶ, αὒξω
- αισθάνομαι: αἰσθάνομαι, ἐπαισθάνομαί τινος, μανθάνω
- αίσθηση: αἲσθησις, αἲσθημα, πάθος, κατανόημα, νοῦς
- αίσιος: αἲσιος, δεξιός
- αίσχος: αἶσχος, αἰσχύνη, ὂνειδος, μίασμα, ἀτιμία
- αισχρός: αἰσχρός, ἀναίσχυντος, ἀναιδής, ἀνόσιος, ἀκόλαστος
- αίτιος: αἲτιος, ἒνοχος, ὑπόδικος
- αιτώ: αἰτῶ, αἰτῶ τι (=ζητώ κάτι), αἰτῶ τινί τι (=ζητώ για κάποιον κάτι), αἰτῶ τινά τι(=ζητώ από κάποιον κάτι)
- αίφνης = αἲφνης, ἐξαίφνης, αἰφνιδίως
- αιφνιδιάζω = αἰφνιδιάζω, εἰσορμῶ
- αιώνας = αἰών, ἑκαντοετία
- αιώνιος = αἰώνιος, ἀίδιος
- αιωρώ = αἰωρῶ, μετεωρίζω, ὑψόω
- ακάθαρτος = ἀκάθαρτος, μιαρός, ῥυπαρός
- ακάλυπτος = ἀκάλυπτος, ἀσκεπής, ἀστέγαστος
- ακατάκτητος = ἀκυρίευτος, ἀπόρθητος
- ακήδευτος = ἁκήδευτος, ἂταφος
- ακμή = ἀκμή, ἂκρον, ἂνθος, ἀκίς, ἀκή, ὢρα
- ακολασία = ἀκολασία, ἀκράτεια, ἀσωτεία, ἀσελγία
- ακολουθώ = ἀκολουθῶ τινι (μετά τινα), ἓπομαι τινι (μετά τινα)
- ακόμη = ἒτι, εἰσέτι, πω, ἀκμήν, προσέτι
- ακονίζω = ἀκονῶ, θήγω, στομῶ
- ακόντιο = ἀκόντιον, παλτόν, ξυστόν
- άκοπος = ἂκοπος, ἂτμητος
- ακουμπώ = ἐρείδω, προσερείδω, ἐπικλίνω
- ακούραστος = ἀκάματος, ἂοκνος
- ακούω = ἀκούω, ἀνηκός εἰμι (=είμαι κωφός), διακούω, ἐνωτίζομαι, ἀκούω τι, μανθάνω τι
- ακρατής = ἀκρατής (=αδύνατος), ἀχαλίνωτος (=επί ηθικής σημασίας), ἀκρατής τινός (γλώσσης) (=που δε μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα του)
- άκριτος = ἂκριτος, ἂσκέπαστος, ἂβουλος, ἀλόγιστος
- ακροατήριο = ἀκροατήριον, οἱ ἀκροώμενοι
- ακρόπολη = ἀκρόπολις, ἂκρα, πύργος
- άκρος = ἂκρος, ἒσχατος, ὓστατος
- αλάβωτος = ἂτρωτος, ἂβλητος, ἂπλητος
- αλαζόνας = ἀλαζών, μεγάλαυχος, κομπαστής, ὑβριστής
- αλάθευτος (αλάνθαστος) = ἀναμάρτητος, ἂπταιστος, ἀδιάπταιστος
- αλάτι = ἃλας, ἃλς
- αλέθω = αλήθω, συντρίβω, θραύω, θρύπτω
- άλειμμα = στέαρ (στέατος), χρίσις, ἂλειψις
- αλείφω = ἀλείφω, ἀπαλείφω, χρίω, ἀναχρίω
- αλεύρι = ἂλευρον (του σιταριού), ἂλφιτον (του κριθαριού)
- αλήθεια = ἀλήθεια, τό πιστόν, ἡ οὐσία, πιστότης
- αληθεύω = ἀληθεύω, ἀληθεύομαι, τά ὂντα λέγω
- αληθινός = ἀληθής, ἀψευδής, ἒτυμος
- αλίμονο = οἲμοι, φεῦ, οὐαί, ἰού
- αλλά = ἀλλά, οὐχ ὃτι, μήν, καίτοι, καίπερ
- αλλάζω = ἀλλάττω τί τινός, ἀμείβομαι τι, μεταλλάττω, μεταγιγνώσκω
- αλληγορία = ἀλληγορία, εἰκών, εἰκασία, σύμβολο
- αλλοεθνής = ἀλλοεθνής, ἑτεροεθνής, ὀθνεῖος, ἀλλοδαπός
- αλλοιώνω =ἀλλοιῶ, ἑτεροιῶ, ἀλλάττω, μεθίστημι, μεταβάλλω, μεταμορφῶ
- αλλιώς = ἂλλως, ἀλλοίως, ἂλλῃ, ἑτέρως
- άλλος = ἂλλος, ἓτερος
- αλλού = ἀλλαχοῦ, ἀλλαχόθι, ἀλλαχῇ
- αλόγιστος = ἀλόγιστος, ἂφρων, ἀπερίσκεπτος
- άλογο = ἳππος
- άλογος = ἄλογος, ἂνους, ἂφρων, ἀσύνετος
- αλύπητος = ἀνηλεής, ἀσυμπαθής, ἀπηνής
- αμαρτάνω = ἁμαρτάνω, πλημμελῶ, ἀδικῶ εἲς τινά, σφάλλομαι
- αμεταχείριστος = ἀμεταχείριστος, ἂθικτος, ἀτριβής
- αμέτρητος = ἀναρίθμητος, ἀνεξεύρητος
- άμετρος = ἂμετρος, ἀλόγιστος
- αμοιβή = ἀμοιβή, ἂμειψις, ἀντίδοσις, ἀντίδωρον
- αμόλυντος = ἀμόλυντος, ἀμίαστος
- αμπέλι = ἂμπελος, ἀμπελών, οἰνόπεδον
- άμποτε = ἂμποτε, ἂν ποτέ (=είθε)
- άμυαλος = ἂνους, ἀσύνετος, ἂφρων, ἀνόητος
- αμύνομαι = ἀμύνομαί τινα, ἀπομάχομαι, ἀντέχω τινί
- αμφιβάλλω = ἀμφιβάλλω, περιβάλλω, ἀμφιέννυμι, διστάζω, διχογνωμῶ
- αμφιβολία = ἀμφισβήτησις, ἐνδοιασμός, δισταγμός
- αμφίγνωμος = ἀφιγνώμων, ἀμφίβουλος, διχόθυμος
- αμφισβητώ = ἀμφισβητῶ πρός τι ή περί τινος, ἐρίζω, ἀγωνίζομαι, λογομαχῶ
- ανάβω = ἀνάβω, ἂπτω, ἀναύω, αναφλέγω, καίω
- αναγκάζω = ἀναγκάζω, ἐξαναγκάζω, βιάζομαι τινά
- ανάγκη = ἀνάγκη, χρεία
- αναγνωρίζω = ἀναγνωρίζω, γνωρίζω, γιγνώσκω, προσομολογῶ, προσδέχομαι
- ανάγω = ἀνάγω, ἀνακομίζω, ἀνατείνω
- αναδεύω = ἀναδεύω, κινῶ, διακινῶ, ταράττω
- αναθεματίζω = ἀναθεματίζω, ἀρῶμαι, ἀράς τίθεμαι
- αναθέτω = ἀνατίθημι, ἐπιστέλλω τινί τι, προστάττω τινί τι
- αναθεωρώ = ἀναθεωρῶ, ἐπισκοπῶ, ἐπανορθῶ, θεῶμαι
- αναίδεια = ἀναίδεια, αὐθάδεια, θρασύτης
- αναιδής = ἀναιδής, ἀναίσχυντος, ἰταμός
- αναίρεση = ἀναίρεσις, ἒλεγχος, ἀνασκευή
- αναιρώ = ἀναιρῶ, ἀκυρῶ, ἐξελέγχω
- ανακαλύπτω = ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, μηνύω, ἀνευρίσκω, φαίνω
- ανακαλώ = ἀνακαλῶ, κλητεύω, ἀκυρῶ, ἀναιρῶ
- ανακατώνω: μείγνυμι, μειγνύω, ἀνακινῶ
- ανακεφαλαιώνω: ἀνακεφαλαιῶ, ἐπάνειμι τῷ λόγῳ
- ανακουφίζω: ἀνακουφίζω, ἐλαφρύνω,ἀφαιρῶ τό ἂχθος (Ξενοφώντας)
- ανακρίνω: ἀνακρίνω, ἐξετάζω, δοκιμάζω
- ανακωχή: ἀνακωχή, ἐκεχειρία, σπονδαί
- αναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω, αἲρομαι, δέχομαι, ἀνακομίζομαι
- αναλίσκω: ἀναλίσκω, δαπανῶ εἲς τι, καταναλίσκω, νέμομαι
- ανάλυση: ἀνάλυσις, ἀνατομή
- ανάμεσα: μέσον, ἐν μέσῳ, μεταξύ, διὰ μέσου
- άνανδρος: ἂνανδρος, δειλός, ἂτολμος, ἀθαρσής
- αναπαύομαι: ἀναπαύομαι, παύομαι, ἡσυχάζω, κεῖμαι
- ανάπαυση: ἀνάπαυσις, ἀνάπαυλα, ἀναψυχή
- αναπτύσσω: ἀναπτύσσω, διαπτύσσω, ἀναπετάννυμι
- ανάρμοστος: ἀνάρμοστος, ἀπρεπής
- αναρρώνω: ἀναρρώννυμι, περιγίγνομαι, λωφῶ
- ανασαίνω: πνέω, ἀναπνέω
- ανασηκώνω: αἲρω, ἀναίρω, ἀναφέρω, ἀνάγω, ἐγείρω
- ανασκευάζω: ἀνασκευάζω, ἀπείργω, κωλύω, ἀναιρῶ, ἀνατρέπω, ἀπέρχομαι
- ανάσταση: ἀνάστασις, ἀνέγερσις, ἀνατροπή
- αναστενάζω: ἀναστενάζω, στένω, στενάζω
- ανατέλλω: ἀνατέλλω, ἀναφύω, ὑψοῦμαι
- ανατολή: Ἀνατολή, Ἠώς
- ανατρέφω: ἀνατρέφω, τρέφω, ἐκτρέφω, παιδεύω, τιθηνῶ
- ανατροφή: ἀνατροφή, τροφή, παίδευσις, ἀγωγή, παιδαγωγία
- αναφέρω: ἀναφέρω, ἀνάγω, ἀνατίθεμαι, παρατίθεμαι, μέμνημαι, ἀγγέλλω, παραδίδωμι, λέγω, δηλῶ
- αναχωρώ: ἀναχωρῶ, ἀπελαύνω, ὁρμῶ, ἒξειμι, ἐξορμῶ
- ανδρεία: ἀνδρεία, ῥώμη, ἀλκή
- ανδρείος: ἀνδρεῖος, ἂλκιμος, ῥωμαλέος
- ανεβάζω: ἀναβιβάζω, ἀναφέρω, ὑψῶ, αἲρω, ἀνέχω, ἀνάγω
- ανεβαίνω: ἀναβαίνω, αἲρομαι
- ανέβασμα: ἀνάβασις, ἂνοδος, ἀναγωγή
- ανέγγιχτος: ἂθικτος, ἀνέπαφος
- ανέκαθεν: ἀνέκαθεν, ἐξ ἀρχῆς
- ανέλπιστος: ἀδόκητος, ἀπροσδόκητος
- ανεμιστήρας: ῥιπίς, ῥιπίδιον
- άνεμος: ἂνεμος, πνοή, πνεῦμα
- ανεμπόδιστος: ἀνεμπόδιστος, ἀνεπικώλυτος
- ανέντιμος: ἂτιμος, ἂδοξος
- ανεξάρτητος: αὐτεξούσιος, αὐθύπαρκτος
- ανέξοδος: ἀδάπανος
- ανεπάρκεια: ἒνδεια, ἒλλειψις
- ανεπιθύμητος: ἀνεπιθύμητος, ἀπόθητος, ἂνευκτος
- άνεση: ἂνεσις, εὐμάρεια, εὐχέρεια
- ανέχομαι: ἀνέχομαι, ὑπομένω, καρτερῶ
- ανήθικος: ἀνόσιος, ἀσεβής, ἂκοσμος
- ανήλικος: ἀνήλικος, ἀφῆλιξ, ἂνηβος
- ανθίζω: ἀνθῶ, θάλλω
- άνθρωπος: ἂνθρωπος, ἀνήρ
- ανιαρός: ἀνιαρός, ἂθυμος, ἀηδής
- ανίδεος: ἂπειρος, ἀμαθής, ἀγνώμων
- ανίερος: ἀνίερος, ἀνόσιος, βέβηλος
- άνοδος: ἂνοδος, ἀνάβασις
- ανοησία: ἀφροσύνη, ἂνοια, μωρία
- ανόητος: ἂφρων, ἂνους, ἀσύνετος
- ανοίγω: ἀνόιγω, ἀναπετάννυμι, ἀνοίγνυμι
- άνοιξη: ἒαρ, ὣρα
- ανόμημα: ἀνόμημα, ἀμάρτημα, ἀδίκημα, κακούργημα
- ανορθώνω: ἀνορθῶ, ἀνιδρύω, ἀνίστημι
- ανόσιος: ἀνόσιος, ἀνίερος, ἀσεβής
- ανταγωνίζομαι: ἀνταγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι, ἐρίζω, φιλον(ε)ικῶ
- ανταλλαγή: ἀνταλλαγή, ἀμοιβή, ἀντίδοσις
- ανταλλάσσω: ἀνταλλάττω, ἀμείβω, ἀνταμείβω, ἀντιδίδωμι
- ανταμείβω: ἀνταμείβω, ἀμείβομαι, χάριν ἀποδίδωμι
- ανταμοιβή: ἀνταμοιβή, ἆθλον, βραβεῖον
- αντάξιος: ἀντάξιος, ἰσάξιος
- ανταποδίδω: ἀνταποδίδωμι, ἀντιδίδωμι, ἀντιποιῶ
- ανταποκρίνομαι: ἀνταποκρίνομαι, ἀντιλέγω, προσήκω τινί
- αντεχώ: ἀντέχω, ἀντίσχω, μένω, ὑπομένω, ὑποφέρω,
- αντηχώ: ἀντηχῶ, ἀντιλαλῶ, ἀντιφωνῶ
- αντιγράφω: ἀντιγράφω, μεταγράφω
- αντίδραση: ἀντίδρασις, ἀντίστασις, ἐναντίωσις
- αντιδρώ: ἀντιδρῶ, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω
- αντίθετος: ἀντίθετος, ἀντίος, ἐναντίος
- αντικατάσταση: ἀντικατάστασις, ὑποκατάστασις
- αντίκρυ: ἀντικρύ, ἒναντι, ἀπέναντι, καταντικρύ
- αντικρίζω: ἀπαντῶ, συναπαντῶ, συντυγχάνω
- αντιλαμβάνομαι: ἀντιλαμβάνομαι, αἰσθάνομαι, συνίημι, καταμανθάνω
- αντίληψη: σύνεσις, νοῦς, αἲσθησιςἲ, κατανόησις
- αντιμετωπίζω: ἀντιμετωπέω
- αντιμέτωπος: ἀντιμέτωπος, ὁ ἀντικρύ, ὁ κατενώπιον
- αντίο: χαῖρε, ἒρρωσο
- αντιπάθεια: ἀντιπάθεια, ἀπέχθεια, δυσμένεια
- αντιπαθής: ἀντιπαθής, ἀηδής, ἀσυμπαθής, ἀπεχθής
- αντιπαθώ: δύσνους εἰμί τινί
- αντίρρηση: ἀντίρρησις, ἀντιλογία
- αντιστέκομαι: ἀνθίσταμαι, ἀντίκειμαι, ἀντιτάσσομαι
- αντιτάσσω: ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατάσσω, ἀντιπαρατίθημι
- αντοχή: ἀντοχή, ἀνοχή, ὑπομονή, καρτερία
- ανυπάκουος: παράκουος, ἀπείθαρχος, ἀπειθής
- ανυπεράσπιστος: ἀφύλακτος, ἀφρούρητος, ἂφρακτος
- ανυπόδητος: ἀνυπόδητος, γυμνόπους
- ανυπολόγιστος: ἀμέτρητος, ἀσυλλόγιστος, ἀναρίθμητος
- ανυψώνω: ἀνυψῶ, ὑψῶ, αἲρω, ἐγείρω, ἀνάγω
- άξαφνα: αἲφνης, ἐξαίφνης
- άξενος, ἂξενος, ἀφιλόξενος
- αξεπέραστος: ἀνυπέρβλητος, ἀνυπέρβατος
- αξέχαστος: ἂληστος, ἀλησμόνητος
- αξία: ἀξία, ἀξίωσις, τιμή, τίμημα
- βάλλω: βάλλω τινά τι , βάλλω τινί
- βέβαια: ὄντως, δή, δήπου, δήπου, δῆτα
- βέβαιος: βέβαιος, ἔμπεδος
- βιβλίο: βίβλος, δέλτος
- βλάκας: βλάξ, βλιτομάμμας
- βλάπτω: βλάπτω, σίνομαι, κακουργῶ
- βλέπω: βλέπω, ὁρῶ, θεῶμαι, δέρκομαι
- βοηθώ: βοηθῶ, ἀρἠγω, επικουρῶ, ἐπαμύνω, βοηθῶ τινί,
- βόλτα: περίπατος, διαδρομή
- βραδιά: ἑσπέρα
- βραχιόλι: ψέλλιον, βραχιονιστήρ, χλιδών
- βροχή: ὄμβρος, ὑετός
- βωμολοχώ: ὑβρίζω, βομολοχῶ
Γ
- γαυγίζω: ὑλακτῶ
- γείτονας: γείτων, πρόσοικος
- γελοίος: φαιδρός, ἱλαρός
- γελώ: γελῶ, ἐξαπατῶ, φενακίζω, πλανῶ
γέλωτα παρέχει ( κάνει τους άλλους να γελάσουν)
- γελωτοποιός: γελωτοποιός, σκωπτόλης
- γενναίος: γενναῖος, ἀγαθός, εὔτολμος
- γνωρίζω: γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, οἶδα
- γνωστοποιώ: ἀπαγγέλλω, προαγορεύω,δηλῶ
- γυναίκα: γυνή, δάμαρ, σύνοικος, σύνευνος
Δ
- δάγκωμα: δῆξις
- δάσος: δρυμών, ὕλη, λόχμη
- δειλός: ἄτολμος, περιδεής
- δείπνο: δεῖπνος, δόρπος(βραδινό)
- δεν(μόριο): οὐ, οὐκ
- δένω: δέω, δεσμεύω
- δέρμα: δέρας, δορά, σκῦτος, δέρρις
- δέχομαι: δέχομαι, ὑποδέχομαι
- δηλώνω: κηρύττω, φανεροποιῶ, δηλῶ
- δήμος: δῆμος, πλῆθος, οἱ πολλοί, ἡ πόλις
- διαβάζω: ἀναγιγνώσκω, ἀναλέγομαι την επιστολήν
- διαβεβαιώ: βεβαιοῦμαι, ἐγγυῶ, πιστά δίδομαι
- δίαιτα: δίαιτα,βίος,διαγωγή
- διακηρύσσω: διακηρύττω,αναγορεύω
- διαλαλητής: κήρυξ
- διαμάντι: ἀδάμας
- διασκορπίζω: διασκεδάννυμι
- διατάζω: κελεύω, ἐντέλλομαι, ἐπιτάσσω, ἐπισκήπτω
- δίνω: δίδωμι, παρέχω
- διόλου: μηδαμῶς, οὐδαμῶς, παντάπασιν
- διότι: ἐπεί, διά, ὡς, ὅτι
- δόξα: δόξα, κλέος, κῦδος
- δούλος: δοῦλος, θεράπων, διάκονος, παῖς, δμώς, ὑπουργός
- δρω: δρῶ, πράττω, ἐνεργῶ
- δυνατά: ἱσχυρῶς, σφόδρα, κραταιῶς
- δώρο: δωρεά, δῶρον, δωτίνη, προσφορά
Ε
- βγαίνω: προέρχομαι, πρόειμι, ἐκπορεύομαι
- εγγονός: παῖς, υἱωνός
- εγκαλώ: ἐγκαλῶ, αἰτιῶμαι τινά τινός, λαγχάνω τινί, καταγγέλλω, γράφομαι τινά
- εγωισμός: οἴησις,, φιλαυτία
- εδώ: ἐνταῦθα, δεῦρο, ἐνθάδε
- ειδεμή: ἄλλως, εἰ δὲ μὴ
- είδηση: ἀγγελία, μήνυμα
Ζ-Ω;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγγνώμη...
ΑπάντησηΔιαγραφή