Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ-ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

      Α

  • α! (επιφώνημα) : ἆ, ἄ, ὦ. Παραδείγματα : ὦ τῆς γηθοσύνης, ἆ του κάλλους , ἆ δελοί
  • αβγό: ᾠόν
  • αγαθός: ἀγαθός, ἐσθλός, ἐνάρετος, χρηστός
  • αγάπη: ἀγάπη, εὐμένια, ἔρως, πόθος
  • αγγέλω: ἀγγέλω, κηρύττω, λέγω, ἀπαγγέλλω, ανακηρύττω
  • αγγούρι: σίκυς
  • αγελάδα: δάμαλις, ἀγελάς
  • αγεωμέτρητος: ἀγεωμέτρητος. ( στην είσοδο της Ακαδημίας του Πλάτωνα υπήρχει η επιγραφή: μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσιτω)
  • αγιατρευτος: ἀνήκεστος, ἀθεράπευτος
  • αγκινάρα: κινάρα
  • αγνοώ: ἀγνοώ, οὐ γιγνώσκω, οὐκ οἶδα , λανθάνει μέ τι 
  • αγόρι: παῖς, μειράκιον, κόρος 
  • αδάπανος: ἀδάπανος, ό μή ἀναλίσκων 
  • άδεια: ἄδεια, ἄφεσις, συγχώρησις, συναίνεσις   
  • αδειάζω: κενῶ, κουφίζω, ἀπαλλάσσω, ἐξαντλῶ 
  • αδελφικά: ἀδελφικῶς, οἰκείως 
  • αδελφός: ἀδελφός, ὁμαίμων, σύγγονος, κασίγνητος (ποιητ.) 
  • αδημονώ: ἀδημονῶ, θορυβοῦμαι, ἀγωνιῶ περί τινος 
  • αδιάβατος: άδιάβατος, άβατος, ἀπέρατος 
  • αδιαθετώ: ἀσθενῶ, ἀρρωστῶ, κακῶς ἔχω 
  • αδιάκοπα: άδιαλείπτως, διηνεκῶς, συνεχῶς
  • αδιάντροπα: ἀναιδῶς, άναισχύντως, ἀσελγῶς 
  • αδιαφόρετα: ἀλυσιτελῶς, ἀνωφελῶς 
  • αδιαφορία: ἀδιαφορία, ἀκηδία, ἀμέλεια
  • αδιαφορώ: ἀδιαφορῶ, ὀλιγορῶ, ἀμελῶ
  • άδικα: μάτην, ἀδίκως, παρὰ δίκην
  • αδίκημα: ἀδίκημα, άνόμημα
  • αδικία: ἀδικία, ἀδικοπραγία, άνομία, παρανομία
  • αδολεσχία: ἀδολεσχία, φλυαρία, πολυλογία, στωμυλία
  • άδολος: ἄδολος, ἀψευδής, ἄπλαστος 
  • άδοξος: ἄδοξος, ἄσημος 
  • αδύναμος: ἀδύναμος, μαλακός (για χαρακτήρα), λεπτός, ἰσχνός (για σωματική διάπλαση), ἀδρανής (για σωματική και πνευματική δραστηριότητα), ἄρρωστος, ἀσθενής (για σωματική κατάσταση) 
  • αζήλευτος: άζήλωτος, ἄζηλος, ἀνεπίφθονος, ἀβάσκαντος
  • αζήμιος: ἀζήμιος, άβλαβής, σῶος
  • αήθης: ἀήθης, ἀσυνήθης, καινός, θαυμαστός, ἄτοπος
  • αθάνατος: ἀθάνατος, ἀτελεύτητος, ἀνώλεθρος, ἀείμνηστος
  • αθέατος: ἀθέατος, ἀόρατος,ἂδηλος, ἀφανής
  • αθέλητος: ἀθέλητος, ἂκων, ἀκούσιος, ἀναγκαῑος
  • άθεος: ἂθεος, ἀρνησίθεος, ἀσεβής, ἀνόσιος
  • αθεράπευτος: ἀθεράπευτος, ἀνήκεστος, ἀβοήθητος
  • αθέτηση: ἀθέτησις, ἀκύρωσις, ἀναίρεσις, κατάλυσις
  • αθετώ: ἀθετῶ, ἂκυρον ποιῶ, ἀκυρῶ, ἀναιρῶ
  • άθλος: ἆθλος, ἀρίστευμα, ἀνδραγάθημα, ἀγώνισμα, ἁμίλλημα
  • αθόρυβος: ἀθόρυβος, ἣσυχος, ἢπιος, πρᾶος
  • αθρήνητος: ἀθρήνητος, ἂκλαυστος, ἀνοίμωκτος, ἀδάκρυτος
  • αθροίζω: ἀθροίζω, ἀγείρω, σωρεύω, συνάγω, συλλέγω
  • αθρόος: ἀθρόος, ἀγελαῖος, συχνός, ἂφθονος, δαψιλής
  • αθυμία: ἀθυμία, ἀνία, βαρυθυμία, κατήφεια
  • αθυμώ: ἀθυμῶ, ἀνιῶ, ἀθύμως ἒχω, δυσκόλως ἒχω
  • αθώος: ἀθῷος, ἀνέγκλητος, ἀναίτιος, ἀνεύθυνος, ἀναμάρτητος, ἀνυπαίτιος
  • αθωώνω: ἀθῳῶ τινά τινος, ἀφίημι (ἀπαλλάσσω, ἀπολύω) τινά τῆς αἰτίας
  • αιδημοσύνη: αἰδημοσύνη, αἰδώς, αἰσχυντλία, εὐλάβεια
  • αϊδιος: ἀίδιος, αἰώνιος, ἀδιάλειπτος, συνεχής
  • αιδούμαι: αἰδοῦμαι τινα (τι), αἰσχύνομαι τινα (τι)
  • αιδώς: αἰδώς, αἰσχύνη, δυσωπία, ἁγνεία, ἁγνότης
  • αιματηρός: αἱματηρός, αἰματόεις, αἱματώδης, ᾑμαγμένος, 
  • αίνος: αἶνος, ἒπαινος, εὐλογία
  • αινώ: αἰνῶ, ἐπαινῶ, παραινῶ
  • αίρω: αἲρω, βαστάζω, ἐπαίρω, ἀνέχω, ὑπολαμβάνω, ἀφαιρῶ, αὒξω
  • αισθάνομαι: αἰσθάνομαι, ἐπαισθάνομαί τινος, μανθάνω
  • αίσθηση: αἲσθησις, αἲσθημα, πάθος, κατανόημα, νοῦς
  • αίσιος: αἲσιος, δεξιός
  • αίσχος: αἶσχος, αἰσχύνη, ὂνειδος, μίασμα, ἀτιμία
  • αισχρός: αἰσχρός, ἀναίσχυντος, ἀναιδής, ἀνόσιος, ἀκόλαστος
  • αίτιος: αἲτιος, ἒνοχος, ὑπόδικος
  • αιτώ: αἰτῶ, αἰτῶ τι (=ζητώ κάτι), αἰτῶ τινί τι (=ζητώ για κάποιον κάτι), αἰτῶ τινά τι(=ζητώ από κάποιον κάτι)
  • αίφνης = αἲφνης, ἐξαίφνης, αἰφνιδίως
  • αιφνιδιάζω = αἰφνιδιάζω, εἰσορμῶ
  • αιώνας = αἰών, ἑκαντοετία
  • αιώνιος = αἰώνιος, ἀίδιος
  • αιωρώ = αἰωρῶ, μετεωρίζω, ὑψόω
  • ακάθαρτος = ἀκάθαρτος, μιαρός, ῥυπαρός
  • ακάλυπτος = ἀκάλυπτος, ἀσκεπής, ἀστέγαστος
  • ακατάκτητος = ἀκυρίευτος, ἀπόρθητος
  • ακήδευτος = ἁκήδευτος, ἂταφος
  • ακμή = ἀκμή, ἂκρον, ἂνθος, ἀκίς, ἀκή, ὢρα
  • ακολασία = ἀκολασία, ἀκράτεια, ἀσωτεία, ἀσελγία
  • ακολουθώ = ἀκολουθῶ τινι (μετά τινα), ἓπομαι τινι (μετά τινα)
[το πρώτο χρησιμοποιείται για κάποιον που δεν ακολουθεί με τη θέληση του, ενώ το δεύτερο για κάποιον που ακολουθεί με τη θέλησή του]
  • ακόμη = ἒτι, εἰσέτι, πω, ἀκμήν, προσέτι
  • ακονίζω = ἀκονῶ, θήγω, στομῶ
  • ακόντιο = ἀκόντιον, παλτόν, ξυστόν
  • άκοπος = ἂκοπος, ἂτμητος
  • ακουμπώ = ἐρείδω, προσερείδω, ἐπικλίνω
  • ακούραστος = ἀκάματος, ἂοκνος
  • ακούω = ἀκούω, ἀνηκός εἰμι (=είμαι κωφός), διακούω, ἐνωτίζομαι, ἀκούω τι, μανθάνω τι
  • ακρατής = ἀκρατής (=αδύνατος), ἀχαλίνωτος (=επί ηθικής σημασίας), ἀκρατής τινός (γλώσσης) (=που δε μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα του)
  • άκριτος = ἂκριτος, ἂσκέπαστος, ἂβουλος, ἀλόγιστος
  • ακροατήριο = ἀκροατήριον, οἱ ἀκροώμενοι 
  • ακρόπολη = ἀκρόπολις, ἂκρα, πύργος
  • άκρος = ἂκρος, ἒσχατος, ὓστατος
  • αλάβωτος = ἂτρωτος, ἂβλητος, ἂπλητος
  • αλαζόνας = ἀλαζών, μεγάλαυχος, κομπαστής, ὑβριστής
  • αλάθευτος (αλάνθαστος) = ἀναμάρτητος, ἂπταιστος, ἀδιάπταιστος
  • αλάτι = ἃλας, ἃλς 
(φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι = ἁλῶν καὶ τραπέζης κεκοινωνηκότες)
  • αλέθω = αλήθω, συντρίβω, θραύω, θρύπτω
  • άλειμμα = στέαρ (στέατος), χρίσις, ἂλειψις
  • αλείφω = ἀλείφω, ἀπαλείφω, χρίω, ἀναχρίω
  • αλεύρι = ἂλευρον (του σιταριού), ἂλφιτον (του κριθαριού)
  • αλήθεια = ἀλήθεια, τό πιστόν, ἡ οὐσία, πιστότης
  • αληθεύω = ἀληθεύω, ἀληθεύομαι, τά ὂντα λέγω 
  • αληθινός = ἀληθής, ἀψευδής, ἒτυμος
  • αλίμονο = οἲμοι, φεῦ, οὐαί, ἰού
  • αλλά = ἀλλά, οὐχ ὃτι, μήν, καίτοι, καίπερ
  • αλλάζω = ἀλλάττω τί τινός, ἀμείβομαι τι, μεταλλάττω, μεταγιγνώσκω
  • αλληγορία = ἀλληγορία, εἰκών, εἰκασία, σύμβολο
  • αλλοεθνής = ἀλλοεθνής, ἑτεροεθνής, ὀθνεῖος, ἀλλοδαπός
  • αλλοιώνω =ἀλλοιῶ, ἑτεροιῶ, ἀλλάττω, μεθίστημι, μεταβάλλω, μεταμορφῶ
  • αλλιώς = ἂλλως, ἀλλοίως, ἂλλῃ, ἑτέρως
  • άλλος = ἂλλος, ἓτερος
  • αλλού = ἀλλαχοῦ, ἀλλαχόθι, ἀλλαχῇ
  • αλόγιστος = ἀλόγιστος, ἂφρων, ἀπερίσκεπτος
  • άλογο = ἳππος
  • άλογος = ἄλογος, ἂνους, ἂφρων, ἀσύνετος
  • αλύπητος = ἀνηλεής, ἀσυμπαθής, ἀπηνής
  • αμαρτάνω = ἁμαρτάνω, πλημμελῶ, ἀδικῶ εἲς τινά, σφάλλομαι
  • αμεταχείριστος = ἀμεταχείριστος, ἂθικτος, ἀτριβής
  • αμέτρητος = ἀναρίθμητος, ἀνεξεύρητος
  • άμετρος = ἂμετρος, ἀλόγιστος
  • αμοιβή = ἀμοιβή, ἂμειψις, ἀντίδοσις, ἀντίδωρον
  • αμόλυντος = ἀμόλυντος, ἀμίαστος
  • αμπέλι = ἂμπελος, ἀμπελών, οἰνόπεδον
  • άμποτε = ἂμποτε, ἂν ποτέ (=είθε)
  • άμυαλος = ἂνους, ἀσύνετος, ἂφρων, ἀνόητος
  • αμύνομαι = ἀμύνομαί τινα, ἀπομάχομαι, ἀντέχω τινί
  • αμφιβάλλω = ἀμφιβάλλω, περιβάλλω, ἀμφιέννυμι, διστάζω, διχογνωμῶ
  • αμφιβολία = ἀμφισβήτησις, ἐνδοιασμός, δισταγμός
  • αμφίγνωμος = ἀφιγνώμων, ἀμφίβουλος, διχόθυμος
  • αμφισβητώ = ἀμφισβητῶ πρός τι ή περί τινος, ἐρίζω, ἀγωνίζομαι, λογομαχῶ
  • ανάβω = ἀνάβω, ἂπτω, ἀναύω, αναφλέγω, καίω
  • αναγκάζω = ἀναγκάζω, ἐξαναγκάζω, βιάζομαι τινά
  • ανάγκη = ἀνάγκη, χρεία
  • αναγνωρίζω = ἀναγνωρίζω, γνωρίζω, γιγνώσκω, προσομολογῶ, προσδέχομαι
  • ανάγω = ἀνάγω, ἀνακομίζω, ἀνατείνω
  • αναδεύω = ἀναδεύω, κινῶ, διακινῶ, ταράττω
  • αναθεματίζω = ἀναθεματίζω, ἀρῶμαι, ἀράς τίθεμαι
  • αναθέτω = ἀνατίθημι, ἐπιστέλλω τινί τι, προστάττω τινί τι
  • αναθεωρώ = ἀναθεωρῶ, ἐπισκοπῶ, ἐπανορθῶ, θεῶμαι
  • αναίδεια = ἀναίδεια, αὐθάδεια, θρασύτης
  • αναιδής = ἀναιδής, ἀναίσχυντος, ἰταμός
  • αναίρεση = ἀναίρεσις, ἒλεγχος, ἀνασκευή
  • αναιρώ = ἀναιρῶ, ἀκυρῶ, ἐξελέγχω
  • ανακαλύπτω = ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, μηνύω, ἀνευρίσκω, φαίνω
  • ανακαλώ = ἀνακαλῶ, κλητεύω, ἀκυρῶ, ἀναιρῶ
  • ανακατώνω: μείγνυμι, μειγνύω, ἀνακινῶ
  • ανακεφαλαιώνω: ἀνακεφαλαιῶ, ἐπάνειμι τῷ λόγῳ
  • ανακουφίζω: ἀνακουφίζω, ἐλαφρύνω,ἀφαιρῶ τό ἂχθος (Ξενοφώντας)
  • ανακρίνω: ἀνακρίνω, ἐξετάζω, δοκιμάζω
  • ανακωχή: ἀνακωχή, ἐκεχειρία, σπονδαί
  • αναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω, αἲρομαι, δέχομαι, ἀνακομίζομαι
  • αναλίσκω: ἀναλίσκω, δαπανῶ εἲς τι, καταναλίσκω, νέμομαι
  • ανάλυση: ἀνάλυσις, ἀνατομή
  • ανάμεσα: μέσον, ἐν μέσῳ, μεταξύ, διὰ μέσου
  • άνανδρος: ἂνανδρος, δειλός, ἂτολμος, ἀθαρσής
  • αναπαύομαι: ἀναπαύομαι, παύομαι, ἡσυχάζω, κεῖμαι
  • ανάπαυση: ἀνάπαυσις, ἀνάπαυλα, ἀναψυχή
  • αναπτύσσω: ἀναπτύσσω, διαπτύσσω, ἀναπετάννυμι
  • ανάρμοστος: ἀνάρμοστος, ἀπρεπής
  • αναρρώνω: ἀναρρώννυμι, περιγίγνομαι, λωφῶ
  • ανασαίνω: πνέω, ἀναπνέω
  • ανασηκώνω: αἲρω, ἀναίρω, ἀναφέρω, ἀνάγω, ἐγείρω
  • ανασκευάζω: ἀνασκευάζω, ἀπείργω, κωλύω, ἀναιρῶ, ἀνατρέπω, ἀπέρχομαι
  • ανάσταση: ἀνάστασις, ἀνέγερσις, ἀνατροπή
  • αναστενάζω: ἀναστενάζω, στένω, στενάζω
  • ανατέλλω: ἀνατέλλω, ἀναφύω, ὑψοῦμαι
  • ανατολή: Ἀνατολή, Ἠώς
  • ανατρέφω: ἀνατρέφω, τρέφω, ἐκτρέφω, παιδεύω, τιθηνῶ
  • ανατροφή: ἀνατροφή, τροφή, παίδευσις, ἀγωγή, παιδαγωγία
  • αναφέρω: ἀναφέρω, ἀνάγω, ἀνατίθεμαι, παρατίθεμαι, μέμνημαι, ἀγγέλλω, παραδίδωμι, λέγω, δηλῶ
  • αναχωρώ: ἀναχωρῶ, ἀπελαύνω, ὁρμῶ, ἒξειμι, ἐξορμῶ
  • ανδρεία: ἀνδρεία, ῥώμη, ἀλκή
  • ανδρείος: ἀνδρεῖος, ἂλκιμος, ῥωμαλέος
  • ανεβάζω: ἀναβιβάζω, ἀναφέρω, ὑψῶ, αἲρω, ἀνέχω, ἀνάγω
  • ανεβαίνω: ἀναβαίνω, αἲρομαι
  • ανέβασμα: ἀνάβασις, ἂνοδος, ἀναγωγή
  • ανέγγιχτος: ἂθικτος, ἀνέπαφος
  • ανέκαθεν: ἀνέκαθεν, ἐξ ἀρχῆς
  • ανέλπιστος: ἀδόκητος, ἀπροσδόκητος
  • ανεμιστήρας: ῥιπίς, ῥιπίδιον
  • άνεμος: ἂνεμος, πνοή, πνεῦμα
  • ανεμπόδιστος: ἀνεμπόδιστος, ἀνεπικώλυτος
  • ανέντιμος: ἂτιμος, ἂδοξος
  • ανεξάρτητος: αὐτεξούσιος, αὐθύπαρκτος
  • ανέξοδος: ἀδάπανος
  • ανεπάρκεια: ἒνδεια, ἒλλειψις
  • ανεπιθύμητος: ἀνεπιθύμητος, ἀπόθητος, ἂνευκτος
  • άνεση: ἂνεσις, εὐμάρεια, εὐχέρεια
  • ανέχομαι: ἀνέχομαι, ὑπομένω, καρτερῶ
  • ανήθικος: ἀνόσιος, ἀσεβής, ἂκοσμος
  • ανήλικος: ἀνήλικος, ἀφῆλιξ, ἂνηβος
  • ανθίζω: ἀνθῶ, θάλλω
  • άνθρωπος: ἂνθρωπος, ἀνήρ
  • ανιαρός: ἀνιαρός, ἂθυμος, ἀηδής
  • ανίδεος: ἂπειρος, ἀμαθής, ἀγνώμων
  • ανίερος: ἀνίερος, ἀνόσιος, βέβηλος
  • άνοδος: ἂνοδος, ἀνάβασις
  • ανοησία: ἀφροσύνη, ἂνοια, μωρία
  • ανόητος: ἂφρων, ἂνους, ἀσύνετος
  • ανοίγω: ἀνόιγω, ἀναπετάννυμι, ἀνοίγνυμι
  • άνοιξη: ἒαρ, ὣρα
  • ανόμημα: ἀνόμημα, ἀμάρτημα, ἀδίκημα, κακούργημα
  • ανορθώνω: ἀνορθῶ, ἀνιδρύω, ἀνίστημι
  • ανόσιος: ἀνόσιος, ἀνίερος, ἀσεβής
  • ανταγωνίζομαι: ἀνταγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι, ἐρίζω, φιλον(ε)ικῶ
  • ανταλλαγή: ἀνταλλαγή, ἀμοιβή, ἀντίδοσις
  • ανταλλάσσω: ἀνταλλάττω, ἀμείβω, ἀνταμείβω, ἀντιδίδωμι
  • ανταμείβω: ἀνταμείβω, ἀμείβομαι, χάριν ἀποδίδωμι
  • ανταμοιβή: ἀνταμοιβή, ἆθλον, βραβεῖον
  • αντάξιος: ἀντάξιος, ἰσάξιος
  • ανταποδίδω: ἀνταποδίδωμι, ἀντιδίδωμι, ἀντιποιῶ
  • ανταποκρίνομαι: ἀνταποκρίνομαι, ἀντιλέγω, προσήκω τινί
  • αντεχώ: ἀντέχω, ἀντίσχω, μένω, ὑπομένω, ὑποφέρω, 
  • αντηχώ: ἀντηχῶ, ἀντιλαλῶ, ἀντιφωνῶ
  • αντιγράφω: ἀντιγράφω, μεταγράφω
  • αντίδραση: ἀντίδρασις, ἀντίστασις, ἐναντίωσις
  • αντιδρώ: ἀντιδρῶ, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω
  • αντίθετος: ἀντίθετος, ἀντίος, ἐναντίος
  • αντικατάσταση: ἀντικατάστασις, ὑποκατάστασις
  • αντίκρυ: ἀντικρύ, ἒναντι, ἀπέναντι, καταντικρύ
  • αντικρίζω: ἀπαντῶ, συναπαντῶ, συντυγχάνω
  • αντιλαμβάνομαι: ἀντιλαμβάνομαι, αἰσθάνομαι, συνίημι, καταμανθάνω
  • αντίληψη: σύνεσις, νοῦς, αἲσθησιςἲ, κατανόησις
  • αντιμετωπίζω: ἀντιμετωπέω
  • αντιμέτωπος: ἀντιμέτωπος, ὁ ἀντικρύ, ὁ κατενώπιον
  • αντίο: χαῖρε, ἒρρωσο
  • αντιπάθεια: ἀντιπάθεια, ἀπέχθεια, δυσμένεια
  • αντιπαθής: ἀντιπαθής, ἀηδής, ἀσυμπαθής, ἀπεχθής
  • αντιπαθώ: δύσνους εἰμί τινί
  • αντίρρηση: ἀντίρρησις, ἀντιλογία
  • αντιστέκομαι: ἀνθίσταμαι, ἀντίκειμαι, ἀντιτάσσομαι
  • αντιτάσσω: ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατάσσω, ἀντιπαρατίθημι
  • αντοχή: ἀντοχή, ἀνοχή, ὑπομονή, καρτερία
  • ανυπάκουος: παράκουος, ἀπείθαρχος, ἀπειθής
  • ανυπεράσπιστος: ἀφύλακτος, ἀφρούρητος, ἂφρακτος
  • ανυπόδητος: ἀνυπόδητος, γυμνόπους
  • ανυπολόγιστος: ἀμέτρητος, ἀσυλλόγιστος, ἀναρίθμητος
  • ανυψώνω: ἀνυψῶ, ὑψῶ, αἲρω, ἐγείρω, ἀνάγω
  • άξαφνα: αἲφνης, ἐξαίφνης
  • άξενος, ἂξενος, ἀφιλόξενος
  • αξεπέραστος: ἀνυπέρβλητος, ἀνυπέρβατος
  • αξέχαστος: ἂληστος, ἀλησμόνητος
  • αξία: ἀξία, ἀξίωσις, τιμή, τίμημα
       B
  • βάλλω: βάλλω τινά τι , βάλλω τινί
  • βέβαια: ὄντως, δή, δήπου, δήπου, δῆτα
  • βέβαιος: βέβαιος, ἔμπεδος 
  • βιβλίο: βίβλος, δέλτος
  • βλάκας: βλάξ, βλιτομάμμας
  • βλάπτω: βλάπτω, σίνομαι, κακουργῶ
  • βλέπω: βλέπω, ὁρῶ, θεῶμαι, δέρκομαι
  • βοηθώ: βοηθῶ, ἀρἠγω, επικουρῶ, ἐπαμύνω, βοηθῶ τινί,
  • βόλτα: περίπατος, διαδρομή
  • βραδιά: ἑσπέρα
  • βραχιόλι: ψέλλιον, βραχιονιστήρ, χλιδών
  • βροχή: ὄμβρος, ὑετός
  • βωμολοχώ: ὑβρίζω, βομολοχῶ 

      Γ
  • γαυγίζω: ὑλακτῶ
  • γείτονας: γείτων, πρόσοικος
  • γελοίος: φαιδρός, ἱλαρός
  • γελώ: γελῶ, ἐξαπατῶ, φενακίζω, πλανῶ
          εκφράσεις: γέλωτα πᾶσιν ὀφλισκάνειν( γελά ο κόσμος μαζί του)
                            γέλωτα παρέχει ( κάνει τους άλλους να γελάσουν)
  • γελωτοποιός: γελωτοποιός, σκωπτόλης
  • γενναίος: γενναῖος, ἀγαθός, εὔτολμος
  • γνωρίζω: γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, οἶδα
  • γνωστοποιώ: ἀπαγγέλλω, προαγορεύω,δηλῶ
  • γυναίκα: γυνή, δάμαρ, σύνοικος, σύνευνος

      Δ
  • δάγκωμα: δῆξις
  • δάσος: δρυμών, ὕλη, λόχμη
  • δειλός: ἄτολμος, περιδεής
  • δείπνο: δεῖπνος, δόρπος(βραδινό)
  • δεν(μόριο): οὐ, οὐκ 
  • δένω: δέω, δεσμεύω  
          εκφράσεις: έδεσε το γλυκό --> ἐπάγη-συνεπάγη
  • δέρμα: δέρας, δορά, σκῦτος, δέρρις
  • δέχομαι: δέχομαι, ὑποδέχομαι
  • δηλώνω: κηρύττω, φανεροποιῶ, δηλῶ
  • δήμος: δῆμος, πλῆθος, οἱ πολλοί, ἡ πόλις
  • διαβάζω: ἀναγιγνώσκω, ἀναλέγομαι την επιστολήν
  • διαβεβαιώ: βεβαιοῦμαι, ἐγγυῶ, πιστά δίδομαι
  • δίαιτα: δίαιτα,βίος,διαγωγή
  • διακηρύσσω: διακηρύττω,αναγορεύω
  • διαλαλητής: κήρυξ
  • διαμάντι: ἀδάμας
  • διασκορπίζω: διασκεδάννυμι
  • διατάζω: κελεύω, ἐντέλλομαι, ἐπιτάσσω, ἐπισκήπτω
  • δίνω: δίδωμι, παρέχω
  • διόλου: μηδαμῶς, οὐδαμῶς, παντάπασιν
  • διότι: ἐπεί, διά, ὡς, ὅτι
  • δόξα: δόξα, κλέος, κῦδος
  • δούλος: δοῦλος, θεράπων, διάκονος, παῖς, δμώς, ὑπουργός
  • δρω: δρῶ, πράττω, ἐνεργῶ
  • δυνατά: ἱσχυρῶς, σφόδρα, κραταιῶς
  • δώρο: δωρεά, δῶρον, δωτίνη, προσφορά 
      Ε
  • βγαίνω: προέρχομαι, πρόειμι, ἐκπορεύομαι
  • εγγονός: παῖς, υἱωνός
  • εγκαλώ: ἐγκαλῶ, αἰτιῶμαι τινά τινός, λαγχάνω τινί, καταγγέλλω, γράφομαι τινά
  • εγωισμός: οἴησις,, φιλαυτία
  • εδώ: ἐνταῦθα, δεῦρο, ἐνθάδε
  • ειδεμή: ἄλλως, εἰ δὲ μὴ
  • είδηση: ἀγγελία, μήνυμα
                            

2 σχόλια: