Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Ο Σωκράτης ως θαλάσσια νάρκη;





   Στον πλατωνικό διάλογο «Μένων» κεντρικό θέμα αποτελεί η αρετή και η ουσία αυτής. Ο διάλογος συγκαταλέγεται στους «πειραστικούς διαλόγους», σε αυτούς, δηλαδή, όπου υπάρχει δοκιμαστική εξέταση των παραδειγμάτων.

   Ο ένας εκ των δύο κεντρικών ομιλητών, Μένων, ζητά να μάθει από τον Σωκράτη αν η αρετή αποκτάται με διδαχή και εξάσκηση ή με κάποιον άλλο τρόπο. Ο Σωκράτης γρήγορα, μετατοπίσει το θέμα, επιμένοντας πως θα πρέπει να μελετηθούν πρώτα τα είδη της αρετής και τα χαρακτηριστικά της κάθεμιάς.

   Στην εξέλιξη του διαλόγου, ο Μένων αδυνατώντας να απαντήσει ικανοποιητικώς στις ερωτήσεις του Σωκράτη, σχετικά με την ουσία της αρετής, αγανακτά και κατηγορεί τον Σωκράτη για την απορίαν (αμηχανία), στην οποία θέτει τους συνομιλητές του, και κατά συνέπεια τον ίδιο το Μένωνα. Τον παρομοιάζει, μάλιστα, με τη θαλάσσια νάρκη, κοινώς μουδιάστρα, η οποία προκαλεί μούδιασμα σε όποιον την αγγίξει («ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ»), θέλοντας να τονίσει την επιρροή που ασκεί ο φιλόσοφος πάνω στους συνομιλητές του.


Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:

Μένων: ὦ Σώκρατες, ἤκουον μὲν ἔγωγε πρὶν καὶ συγγενέσθαι σοι ὅτι σὺ οὐδὲν ἄλλο ἢ αὐτός τε ἀπορεῖς καὶ τοὺς ἄλλους ποιεῖς ἀπορεῖν: καὶ νῦν, ὥς γέ μοι δοκεῖς, γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις, ὥστε μεστὸν ἀπορίας γεγονέναι. καὶ δοκεῖς μοι παντελῶς, εἰ δεῖ τι καὶ σκῶψαι, ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ: καὶ γὰρ αὕτη τὸν ἀεὶ πλησιάζοντα καὶ ἁπτόμενον ναρκᾶν ποιεῖ, καὶ σὺ δοκεῖς μοι νῦν ἐμὲ τοιοῦτόν τι πεποιηκέναι, {{χ|ναρκᾶν]: ἀληθῶς γὰρ ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, καὶ οὐκ ἔχω ὅτι ἀποκρίνωμαί σοι. καίτοι μυριάκις γε περὶ ἀρετῆς παμπόλλους λόγους εἴρηκα καὶ πρὸς πολλούς, καὶ πάνυ εὖ, ὥς γε ἐμαυτῷ ἐδόκουν: νῦν δὲ οὐδ᾽ ὅτι ἐστὶν τὸ παράπαν ἔχω εἰπεῖν. καί μοι δοκεῖς εὖ βουλεύεσθαι οὐκ ἐκπλέων ἐνθένδε οὐδ᾽ ἀποδημῶν: εἰ γὰρ ξένος ἐν ἄλλῃ πόλει τοιαῦτα ποιοῖς, τάχ᾽ ἂν ὡς γόης ἀπαχθείης.

Σωκράτης: πανοῦργος εἶ, ὦ Μένων, καὶ ὀλίγου ἐξηπάτησάς με.

Μένων: τί μάλιστα, ὦ Σώκρατες; 

Σωκράτης: γιγνώσκω οὗ ἕνεκά με ᾔκασας.

Μένων: τίνος δὴ οἴει;

Σωκράτης: ἵνα σε ἀντεικάσω. ἐγὼ δὲ τοῦτο οἶδα περὶ πάντων τῶν καλῶν, ὅτι χαίρουσιν εἰκαζόμενοι λυσιτελεῖ γὰρ αὐτοῖς: καλαὶ γὰρ οἶμαι τῶν καλῶν καὶ αἱ εἰκόνες ἀλλ᾽ οὐκ ἀντεικάσομαί σε. ἐγὼ δέ, εἰ μὲν ἡ νάρκη αὐτὴ ναρκῶσα οὕτω καὶ τοὺς ἄλλους ποιεῖ ναρκᾶν, ἔοικα αὐτῇ: εἰ δὲ μή, οὔ. οὐ γὰρ εὐπορῶν αὐτὸς τοὺς ἄλλους ποιῶ ἀπορεῖν, ἀλλὰ παντὸς μᾶλλον αὐτὸς ἀπορῶν οὕτως καὶ τοὺς ἄλλους ποιῶ ἀπορεῖν. καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι. ὅμως δὲ ἐθέλω μετὰ σοῦ σκέψασθαι καὶ συζητῆσαι ὅτι ποτέ ἐστιν.


(Μετάφραση)

Μένων: Ω Σωκράτη, και πρωτήτερα έχω ακούσει, πριν διαλεχθώ μαζί σου, ότι συ δεν γνωρίζεις τίποτε άλλο, παρά και συ ο ίδιος αμφιβάλλεις και τους άλλους να κάνης ν' αμφιβάλλουν τόρα δε, καθώς μου φαίνεσαι, με μαγεύεις (γοητεύεις) και με φαρμακώνεις και τελείως με καταθέλγεις, ώστε να γεμίσω από αμφιβολίας· και αν επιτρέπεται να κοροϊδέψη κανείς, μου φαίνεται ότι εντελώς ομοιάζεις κατά την μορφήν και καθ' όλα τάλλα με πλατείαν θαλασσίαν νάρκην (μουδιάστρα), η οποία ναρκώνει διαρκώς τον πλησιάζοντα και εκείνον που θα την εγγίση· έτσι, μου φαίνεται, και συ μ' έχεις κάνει· διότι πράγματι και εις την ψυχήν (πνεύμα) και εις την γλώσσαν είμαι ναρκωμένος και δεν γνωρίζω τι ν' αποκριθώ, καίτοι πολλάκις εγώ περί της αρετής έχω ομιλήσει και ενώπιον πολλών και πολύ καλά, όπως μου εφαίνετο· τόρα δε δεν ειμπορώ καθόλου ούτε τι είναι να ειπώ. Καλώς δε σκέπτεσαι, Σωκράτη, σε βεβαιώ, να μην αναχωρής ούτε να ταξειδεύης απ' εδώ· διότι, αν τα έκανες αυτά ξένος εις άλλην τινά πόλιν, πολύ γρήγορα θα σ' εφυλάκιζαν ως γόην.

Σωκράτης: Είσαι πονηρός, Μένων, και ολίγον έλειψε να μ' απατήσης (τσακώσης).

Μένων: Εις τι λοιπόν, Σωκράτη;

Σωκράτης: Εννοώ ένεκα τίνος λόγου με παρέβαλες.

Μένων: Διά ποίον λόγον νομίζεις;

Σωκράτης: Διά να σ' αντιπαραβάλω και εγώ. Εγώ όμως τούτο γνωρίζω περί των καλών, ότι χαίρουν (αγαπούν) να παραβάλλωνται· τούτο τους ωφελεί, διότι αι εικόνες των καλών είναι, νομίζω, καλαί αλλ' εγώ δεν θα σ’ αντισυγκρίνω· ως προς εμέ δε, εάν η νάρκη ναρκωνομένη αυτή η ίδια και τους άλλους ναρκώνη, τότε της ομοιάζω· εάν όχι, δεν της ομοιάζω. Επειδή, εάν καθιστώ τους άλλους γεμάτους απορίας, δεν έπεται ότι εγώ γνωρίζω περισσότερά των· αλλά περισσότερον παντός άλλου αμφιβάλλω εγώ, και δι' αυτό κάνω και τους άλλους ν' αμφιβάλλουν· όπως και τόρα περί της αρετής δεν γνωρίζω απολύτως τι είναι αρετή· όσον διά σε πιθανόν προτήτερα, πριν με πλησιάσης, να ήξευρες, τόρα όμως φαίνεσαι ωσάν να μη γνωρίζης. Και όμως εγώ θέλω να εξετάσω και να σκεφθώ συζητών μαζί σου τι πιθανόν να είναι αυτή.



   Σε διάφορους διαλόγους, μπορούμε να δούμε τον Σωκράτη να παρομοιάζεται με κάτι, όχι μόνο ως προς το χαρακτήρα του, αλλά και την εξωτερική του εμφάνιση, που ως γνωστόν δεν ήταν ελκυστική, λόγω των πεταχτών ματιών του και της πιεσμένης μύτης του. («οὐκ ἔστι καλός, προσέοικε δὲ σοὶ τήν τε σιμότητα καὶ τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων», Θεαίτητος, 143e).

     Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο φιλόσοφος αποδέχεται την παρομοίωση με τον όρο, ότι συγχρόνως και η ίδια η νάρκη μουδιάζει, δηλαδή και ο ίδιος ναρκώνεται. Επιθυμεί, έτσι, να καταστήσει σαφές στον Μένωνα και στον εκάστοτε συνομιλητή, ότι και ο ίδιος βρίσκεται σε παρόμοια θέση και δεν έχει ανακαλύψει εκ των προτέρων την απάντηση στο ερώτημα που ερευνάται. Συμμετέχει στη διαλεκτική πορεία και φτάνει στο τελικό συμπέρασμα μαζί με τους υπόλοιπους συνδιαλεγόμενους.



________________________________
*Εικόνα: Συμπόσιο πριν από το διάλογο του Μένωνα, όπου ο Σωκράτης τον επικρίνει για τις αρνητικές απόψεις του έναντι των σοφιστών, χωρίς προηγουμένως να τους έχει ακούσει (Μένων 95a).


Αρχαίο κείμενο και μετάφραση: John Burnet, Platonis Opera: Plato, Oxford University Press, 1903


Σύνταξη κειμένου: Πανουτσακοπούλου Ειρήνη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου